ατρικύμιστος

ατρικύμιστος
-η, -ο
1. ο μη τρικυμισμένος
2. ο δίχως περιπέτειες ή στενοχώριες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ατρικύμιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι φουρτουνιασμένος, ο γαλήνιος: Είδαν τη θάλασσα ατρικύμιστη κι αποφάσισαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους. 2. αυτός που ζει χωρίς περιπέτειες: Η ζωή του ως τη μέρα εκείνη είχε κυλήσει ατρικύμιστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”